- λαγκίολα
- λαγκίολα (Lat.A lanceola), ἡ, = λογχῖτις, Ps.-Dsc.3.144.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγκίολα — και λαγκέολα, ἡ (Α) λογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lanceola «λογχίδιο»] … Dictionary of Greek
λαγκίολα — lanceola fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγκιολάτος — λαγκιολᾱτος, ὁ (Α) [λαγκιόλα] αιχμηρός σαν λόγχη, λογχωτός … Dictionary of Greek